Tο έθιμο του Αχυρένιου- Γληγοράκη αναβιώνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στην πόλη της Βόνιτσας. Είναι μια νότα παράδοσης που καταφέρνει συνδυάζοντας σάτιρα και διασκέδαση να προσφέρει κάθε φορά ξεχωριστές στιγμές στους επισκέπτες και τους ντόπιους.
Οι απόψεις για τη προέλευση του εθίμου διίστανται. Σε μια προσπάθεια να βρούμε τις ρίζες του ερχόμαστε μπροστά σε πολλές και διαφορετικές εκδοχές, η καθεμιά από τις οποίες αποδίδει με το δικό της τρόπο τη γέννηση – καταγωγή του εθίμου. Πρέπει χρονικά να πάμε πολύ πίσω. Σίγουρα οι ρίζες του ανιχνεύονται στην αρχαιότητα (λατρεία του αρχαίου Θεού Διονύσου) και έχει στοιχεία των αρχαίων τελετών που γίνονταν για την υποδοχή της Άνοιξης. Με το πέρασμα των αιώνων, νέα στοιχεία προστέθηκαν σ’ αυτό ανάλογα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν στη κοινωνία κάθε εποχή αλλά και την εξέλιξη της κοινωνίας. Ισχυρές επιδράσεις πρέπει να δέχθηκε την εποχή της ενετοκρατίας (1500-1530) και (1684-1797) περίοδοι κατά τις οποίες αρκετά έθιμα των Ιταλών ήρθαν στη Βόνιτσα. Από το 19ο αι. μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ο τον εορταστικό τόνο έδιναν παρέες μεταμφιεσμένων, που κυκλοφορούσαν στους δρόμους και γύριζαν τα βράδια στις γειτονιές τραγουδώντας άσεμνα και σκωπτικά τραγούδια. Τη περίοδο αυτή πρέπει να έγινε και η προσθήκη της αχυρένιας κούκλας που συμβόλιζε την απόλυτη φτώχια που βίωναν οι ψαράδες και το κάψιμό της για να ξορκίσουν τη φτώχια και τη μίζερη ζωή. Τους δινόταν επιπλέον έμμεσα η δυνατότητα, να διαμαρτυρηθούν με τη σάτιρα για τη δύσκολη ζωή τους κάτι που δε μπορούσαν να κάνουν άμεσα. Η παλαιότερη γνωστή αναφορά στο δρώμενο, προέρχεται από φύλο τοπικής εφημερίδας του 1911 όπου γίνεται λόγος για σατυρικές αυτοσχέδιες παραστάσεις που οργάνωναν οι ψαράδες της Βόνιτσας τη Καθαρή Δευτέρα στις φτωχογειτονιές, σε αντίθεση με το καρναβάλι των πλουσίων ή των αστών της προηγούμενης μέρας.
Κατά μία εκδοχή το έθιμο είναι εξέλιξη της σκωπτικής παράστασης κάποιων μοναχών της Αγίας Παρασκευής εις βάρος ενός μοναχού με το όνομα Γρηγόριος.
Άλλη εκδοχή υποστηρίζει, ότι το σημερινό δρώμενο αποτελεί εξέλιξη του παιχνιδιού των παιδιών του Κόκκινου σε βάρος ενός γραφικού τύπου με τα χαρακτηριστικά του Γληγοράκη (ρακένδυτος, με οξύ πνεύμα και υπερμεγέθη σεξουαλικά όργανα).
Άλλη άποψη θέλει το Γληγοράκη αγρότη, να ασχολείται με τη θάλασσα, μη γνωρίζοντας τους κινδύνους της και να αποτυγχάνει σε όσα κάνει.
Η επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που θέλει τον Γληγοράκη ψαρά ο οποίος αρνήθηκε τη θάλασσα και έψαξε τη τύχη του στη στεριά. Η θάλασσα όμως τον εκδικήθηκε και τον έριξε στα ξένα, να ταλαιπωρείται και να μην μπορεί να έχει σταθερή δουλειά.
Η διατήρηση και ο εμπλουτισμός του δρώμενου οφείλεται σίγουρα στους ντόπιους ψαράδες. Κάθε χρόνο την Αποκριά, οι ψαράδες ξαναθυμούνται εκείνο τον ψαρά, τον Γληγοράκη, και τον καταδικάζουν με το δικό τους τρόπο. Αφού πιούν, μασκαρευτούν από το Σαββατόβραδο της Τυρινής έως την Καθαρά Δευτέρα βλέπουν τον αρνητή της θάλασσας να έρχεται όπως τότε, που τον έφεραν σηκωτό για να τον πάνε στο Κοιμητήριο του ψαράδικου συνοικισμού. Πρόχειρα φτιαγμένος από άχυρο και παλιόρουχα κάνει την είσοδό του πάνω σε γάιδαρο, που τον τραβά ένας δραγάτης και τον παραστέκουν δυο γιδοβοσκοί. Οι ρόλοι είναι από χρόνια μοιρασμένοι. Η μάνα, η γυναίκα, οι μοιρολογίστρες, ο γιατρός, οι συγγενείς, ο παπάς. Κάθε χρόνο καινούργια βάσανα περιμένουν το Γληγοράκη. Κάθε χρόνο οι προσπάθειες του γιατρού να τον σώσει αποβαίνουν άκαρπες, πεθαίνει. Η μέρα γέρνει, φορτώνουν το Γληγοράκη πάνω στο γάιδαρο και τον περιφέρουν μοιρολογώντας. Που και που σταματούν και ένας ψαράς ρωτά τον Γληγοράκη:
• Μην έφαγες τ’ ανάποδου τα γης;
• (Όλοι μαζί) : Οτς αφέντη μ’.
• Μην έφαγες το σύρμα του γιαλού (=χέλι);
• (Όλοι μαζί) : Οτς αφέντη μ’.
• Μην έφαγες εκείνο π’ κάν’ πουφ και βγαν’ μαύρο (=σουπιά);
• (Όλοι μαζί) : Οτς αφέντη μ’.
Σε κάθε στάση δίνεται και μια μικρή θεατρική παράσταση. Ο γιατρός βγάζει γνωμάτευση κάνοντας ερωτήσεις στους συγγενείς και εξετάζει τον ασθενή. Με το πέρασμα των χρόνων η γνωμάτευση άρχισε να προσαρμόζεται στα δεδομένα της κάθε εποχής και κατέληξε σε αναπαράσταση και διακωμώδηση της επικαιρότητας. Μέσα σε μοιρολόγια και θρήνους πλησιάζει ο παπάς με τα παπαδοπαίδια. Τα λόγια του παραλλαγμένα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας.
Το δειλινό στην κεντρική πλατεία της Βόνιτσας δίνεται η πιο μεγάλη παράσταση. Γλέντι με θαλασσινά, άφθονο κρασί, χορός και τραγούδι. Προς το τέλος της τελετής, σε κάποια διακοπή του γλεντιού, κάποιος εκφωνεί τον επικήδειο, που δεν είναι παρά μια καυστική σάτιρα της επικαιρότητας. Το απόβραδο ο Γληγοράκης στην άκρη του γιαλού ή μέσα σε πρόχειρα κατασκευασμένη βάρκα, ρίχνεται στη φωτιά. Γύρω από τον αχυρένιο που σιγοκαίγεται, γίνεται το γλέντι κορυφώνεται με χορό και ποτό. Άλλη μια Αποκριά φεύγει μαζί με το Γληγοράκη που θα επιστρέψει του χρόνου, για να σατιρίσει και να διαπομπεύσει πρόσωπα και καταστάσεις, και για να μας υπενθυμίσει, πως ότι είναι παλιό δεν είναι απαραίτητα και ξεπερασμένο.