Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Νικόλαος Χαρδαλιάς εκπροσώπησε, σήμερα Κυριακή των Βαΐων, 9 Απριλίου 2023, τον Πρόεδρο της Ελληνικής Κυβέρνησης στις εκδηλώσεις εορτασμού της 197ης επετείου «Εξόδου» της Ηρωικής Φρουράς των Ελεύθερων Πολιορκημένων, που πραγματοποιήθηκαν από τον Δήμο Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου, παρουσία της Α.Ε. Πρόεδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου.
Ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας παρακολούθησε τη Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνος, προεξάρχοντος του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ.κ. Ιγνάτιου και συγχοροστατούντων του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ.κ. Δαμασκηνού και του Επισκόπου Τεγέας κ. Θεόκλητου.
Στη συνέχεια, στον Κήπο των Ηρώων, παρέστη στο τρισάγιο προς τιμήν των Αθάνατων Νεκρών, στην κατάθεση στεφάνου από την Α.Ε. Προέδρο της Δημοκρατίας στον Τύμβο των Ηρώων και στην απονομή βραβείων στους νικητές και νικήτριες του 75ου «ΔΡΟΜΟΥ ΘΥΣΙΑΣ». Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων, ο κ. Χαρδαλιάς απηύθυνε την ακόλουθη πανηγυρική ομιλία:
«Με βαθύτατη συγκίνηση άλλα και ευλάβεια, βρίσκομαι σήμερα εδώ, ως εκπρόσωπος της Κυβέρνησης, για να αποτίσω φόρο τιμής στους ηρωικούς μαχητές της πολιορκίας και της Εξόδου του Μεσολογγίου. Το να βρω τις κατάλληλες λέξεις ώστε να εκφράσω το πλήθος και την ένταση των συναισθημάτων που με κατακλύζουν στην ίδια τη σκέψη των γεγονότων αυτών, υπήρξε για εμένα μια μεγάλη πρόκληση. Ελπίζω λοιπόν να με συγχωρέσετε, αν τα λόγια μου δε φανούν αντάξια του κλέους των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Η πλήρης αποτύπωση μιας τέτοιας εποποιΐας από αυτό εδώ το βήμα θα ήταν όμως, θαρρώ, ένα πόνημα ακατόρθωτο για οποιονδήποτε, εκτός ίσως από τον ίδιο τον εθνικό μας ποιητή. Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει έγραψε λίγα μόλις χρόνια μετά την πολιορκία ο μεγάλος Διονύσιος Σολωμός για να περιγράψει το μέγεθος της θυσίας των ηρώων του Μεσολογγίου. Θα μπορούσε άραγε κανείς να το θέσει πιο ταιριαστά;
Κυρίες και κύριοι, υπάρχουν στιγμές στη ζωή των εθνών, που προσδιορίζουν την ίδια τους την υπόσταση. Που ενσαρκώνουν, μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα, την ψυχή μιας χώρας. Που αποτυπώνουν στα κατάστιχα της Ιστορίας το ίδιο το πνεύμα ενός λαού. Εμείς οι Έλληνες έχουμε πολλές τέτοιες στιγμές, και μεταξύ αυτών, το έπος του Μεσολογγίου ξεχωρίζει. Όχι απλά επειδή ήταν μια κομβική μάχη –ή πιο σωστά, μια σειρά κομβικών μαχών- στο πλαίσιο της Εθνεγερσίας του 1821, αλλά γιατί το αδάμαστο φρόνημα των πολιορκημένων, μαζί με την περιφρόνηση που επέδειξαν για την ίδια τους τη ζωή, αποτύπωσε με τον πλέον παραστατικό τρόπο την ουσία και το διακύβευμα του ελληνικού αγώνα.
Ενός αγώνα για την πραγμάτωση ενός ιδανικού που οι Έλληνες, από την απώτατη ακόμα αρχαιότητα, αξιολογούσαν ως το υψηλότερο όλων: την ελευθερία. Η λαχτάρα της λευτεριάς μάς παρακινεί να τους αντιμετωπίσουμε μ᾽ όση δύναμη έχουμε, ήταν σύμφωνα με τον Ηρόδοτο η απάντηση των Αθηναίων στην υπόμνηση της περσικής υπεροπλίας, πριν την αποφασιστική μάχη των Πλαταιών.
Και ήταν αυτή η αφοσίωση στην έννοια της ελευθερίας ως υπέρτατης, ως αρχέγονης αρχής, μαζί με την πίστη στην αναγέννηση της Ρωμιοσύνης πάνω στις βάσεις της εθνικής ανεξαρτησίας και της δικαιοσύνης, καθώς και η φλόγα «του Χριστού της πίστης της Αγίας», που ώθησαν τους προγόνους μας στον αγώνα κατά της «φρικώδους οθωμανικής δυναστείας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην εισαγωγή του πρώτου ελληνικού Συντάγματος. Ήταν αυτές οι αρχές, αυτές οι ακλόνητες πεποιθήσεις, που χαλύβδωσαν την ψυχή των μαχητών της φρουράς του Μεσολογγίου και τους έσπρωξαν σε έναν απελπισμένο αλλά υπέροχο, ηρωικό αγώνα μέχρις εσχάτων.
Αγαπητοί παριστάμενοι, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου είχαν την επιλογή να σώσουν τη ζωή τους. Θα μπορούσαν να είχαν αποδεχτεί τις προτάσεις των Τουρκοαιγύπτιων πολιορκητών, οι οποίοι ανυπομονούσαν να τελειώνουν με αυτό τον «παλιοφράχτη», όπως τόσο απαξιωτικά, αλλά και τόσο αφελώς χαρακτήρισε στην αρχή την πόλη ο Ιμπραήμ.
Η φρουρά όμως, επέλεξε να μείνει, επέλεξε να πολεμήσει. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ, οι Έλληνες πολεμιστές ήταν αποφασισμένοι να υπερασπιστούν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος του Μεσολογγίου και προτιμούσαν να ταφούν κάτω από τα ερείπιά του, παρά να ακούσουν έστω για παράδοση. Και έμειναν πιστοί στην επιλογή τους αυτή, ακόμα και όταν μετά από έναν ολόκληρο χρόνο ηρωικής αντίστασης, στερήθηκαν πλήρως τα τρόφιμα και χρειάστηκε να καταφύγουν στα άλογα, στα μουλάρια, στα γαϊδούρια, στους σκύλους, στις γάτες, στα ποντίκια, και τέλος, στα αρμυρίκια της λιμνοθάλασσας. Δεν λύγισαν, ακόμα και όταν ο λαός της πόλης δεν ήταν πλέον παρά αποσκελετωμένοι ζωντανοί-νεκροί, με πρόσωπα πελιδνά από την ασιτία και τη δίψα. Ακόμα και όταν κάθε απόπειρα διάρρηξης του κλοιού και άφιξης ενισχύσεων είχε αποτύχει. Ακόμα και όταν αντιλήφθηκαν ότι, όπως θα το έθετε ο Κωνσταντίνος Καβάφης, «οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε».
Αν αφουγκραστούμε προσεκτικά, μπορούμε σχεδόν να τους ακούσουμε. Μπορούμε, με τα μάτια της ψυχής μας, να διακρίνουμε τα επαναστατικά φλάμπουρα να κυματίζουν περήφανα στους προμαχώνες, παρά τις 100.000 οβίδες που είχαν σωριάσει όλη την πόλη σε ερείπια. Μπορούμε να δούμε τους πολιορκημένους να παίρνουν τη δραματική απόφαση να εξορμήσουν προς την ελευθερία, την τραγική αλλά και θαυμάσια εκείνη βραδιά της 10ης προς 11η Απριλίου 1826. Μπορούμε να μυρίσουμε το μπαρούτι των καρυοφυλλιών και των κανονιών στα ταμπούρια και στην πεδιάδα. Μπορούμε να ανατριχιάσουμε από τις ουρανομήκεις ιαχές του Δημητρίου Μακρή, του Νότη Μπότσαρη, του Κίτσου Τζαβέλα, του Αθανάσιου Ραζηκότσικα και των παλικαριών τους που δονούσαν τον κάμπο, καθώς οι Εξοδίτες ορμούσαν με τα γιαταγάνια τους υψωμένα προς τους ιταμούς επιδρομείς, προς τους βάρβαρους εχθρούς που στέκονταν ανάμεσα σε εκείνους και στην αθανασία. Μπορούμε να αντικρίσουμε τον δημογέροντα Χρήστο Καψάλη να βουτάει τον δαυλό του στην πυρίτιδα, προτιμώντας, όπως και όλοι οι συμπολίτες του, τον θάνατο από την παράδοση.
Και τέλος, μπορούμε να αισθανθούμε την άκρα του τάφου σιωπή, να βασιλεύει στον κάμπο. Την ιερή αυτή σιγή, που κάλυψε με το βάρος της σαν σάβανο τα σεπτά σκηνώματα των Ελλήνων αγωνιστών, προστατεύοντας τη μνήμη τους από το άγος και τις ασχημοσύνες των ηττημένων -γιατί στην πραγματικότητα, είχαν ηττηθεί- κατακτητών της μαρτυρικής πόλης. Ματαιοπονούσαν, φυσικά. Ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά της Ελλάδας μας, και δεν επρόκειτο να την πάρει πίσω.
Όπως αντιλαμβανόταν καλά ο σπουδαίος Λόρδος Βύρων, ακόμα και ένας άνθρωπος που δεν μπορεί πλέον να προσφέρει τίποτα άλλο, μπορεί να προσφέρει την ίδια του τη ζωή. Και έτσι, ακριβώς δίπλα στο «μολών λαβέ» των Τριακοσίων των Θερμοπυλών, στο «νυν υπέρ πάντων ο αγών» των Σαλαμινομάχων και στο «πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, χαράχτηκε με πύρινα γράμματα η απάντηση των Μεσολογγιτών στις οθωμανικές προτάσεις παράδοσης: «Τα κλειδιά του Μεσολογγίου είναι στις μπούκες των κανονιών κρεμασμένα!» Δεν ήταν, βλέπετε, μαθημένη η κλεφτουριά στους συμβιβασμούς και στις παραδόσεις.
Και ήταν αυτή η αυτοθυσία των μαρτύρων του Μεσολογγίου που συνέβαλε τα μέγιστα στην τελική επιτυχία του αγώνα. Έλληνες και Ευρωπαίοι πλημμύρισαν από αισθήματα θαυμασμού για τη φρουρά και τον ηρωικό πληθυσμό της πόλης, για την υπεράνθρωπη ψυχική αντοχή τους. Οι φλόγες του Μεσολογγίου θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών, ξεσηκώνοντάς τους σε μια πραγματική σταυροφορία για την αποτίναξη των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό. Μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1830, η πατρίδα είχε πλέον απελευθερωθεί. Ο Ναπολέοντας είχε λοιπόν δίκιο, όταν έλεγε ότι στον κόσμο υφίστανται τελικά μόνο δύο δυνάμεις, το πνεύμα και το ξίφος, αλλά σε βάθος χρόνου, το ξίφος ηττάται πάντοτε από το πνεύμα.
197 χρόνια μετά την έξοδο των αθάνατων πολιορκημένων και το πέρασμά τους στην αιωνιότητα, η πατρίδα δεν έχει καμία σχέση με τη φτωχή και ερειπωμένη -αλλά πάντοτε ανυπότακτη!- Ελλάδα της εποχής της Επανάστασης. Είναι πλέον μια ισχυρή και ευημερούσα χώρα, εδαφικά ολοκληρωμένη, με τα σύνορά της απρόσβλητα και τη θέση της στον σκληρό πυρήνα των «φωτισμένων εθνών» της Δύσης αδιαπραγμάτευτη. Και οι πολεμιστές του Μεσολογγίου, ιερές σκιές αγγέλων πλέον γύρω από τον θρόνο του Θεού, θα ήταν υπερήφανοι για τις ισχυρότερες Ένοπλες Δυνάμεις στην Ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, τις οποίες κάθε μέρα με σκληρή δουλειά οικοδομούμε.
Αγαπητοί παριστάμενοι, δικό μας χρέος, δικό μας πατριωτικό στοίχημα ευθύνης, είναι να διατηρήσουμε ζωντανή την ιστορική μνήμη της πολιορκίας του Μεσολογγίου, αλλά και όλης της εποποιίας του 1821. Όχι για να συντηρούμε τα πάθη του παρελθόντος ή για να καλύπτουμε τις σημερινές μας παθογένειες με τις αναμνήσεις του ένδοξου παρελθόντος, αλλά για να θυμόμαστε από που προερχόμαστε, καθώς και τις θυσίες που απαιτήθηκαν για να βρισκόμαστε σήμερα εδώ. Και φυσικά για να υπενθυμίζουμε, σε οποιονδήποτε απεργάζεται την επιβουλή έστω και ενός εκατοστού της Ελλάδας μας, τη διαχρονική αλήθεια του Κωστή Παλαμά: «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα». Και η μεγαλοσύνη των Ελλήνων δεν θα σβήσει ποτέ! Μα ποτέ! Γιατί το Μεσολόγγι ζει!
Χρόνια πολλά Μεσολόγγι!».